- ἑταῖροι
- ἑταῖροςcomrademasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταίροι λογάδες — Μέλη του βαριά οπλισμένου ιππικού του μακεδονικού στρατού, σώματος που ίδρυσε πρώτος ο αδελφός του Φιλίππου, Αλέξανδρος και τελειοποίησε αργότερα ο ίδιος ο Φίλιππος. Το αποτελούσαν αρχικά μόνο Μακεδόνες αριστοκράτες, αργότερα όμως μετείχαν και… … Dictionary of Greek
Πολλοί τοι πόσιος καὶ βρώσιος εἰσὶν ἑταῖροι. — См. При пиве, при бражке много братьев … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste … Wikipedia Español
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се … Википедия
πεζέταιροι — Επίλεκτο σώμα πεζών του μακεδονικού στρατού, σωματοφύλακες του Φιλίππου B’ και του Μεγάλου Αλέξανδρου. Οι έφιπποι βασιλικοί σωματοφύλακες ονομάζονταν εταίροι. * * * και πεζαίτεροι, οι, ΝΜΑ οι πεζοί σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων, σε… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
дружина — ст. слав. дроужина συνοδία, συστρατιῶται, ἑταῖροι (Супр.), болг. дружина, сербохорв. дру̀жина, словен. družina, чеш. družina, польск. drużyna отряд, общество . Производное от друг. Напротив, имя собств. ж. р. Дружневна – супруга Бовы (Повесть о… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Companion cavalry — For similarly spelled words, see Hetair (disambiguation). Alexander Mosaic, showing the Battle of Issus, from the House of the Faun, Pompeii The Companions (Greek: ἑταῖροι, hetairoi) were the elite cavalry o … Wikipedia